Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με τον Regis. Δύο. Μοναξιά.




  • Λοιπόν, Άννα...
  • Λοιπόν, Regis.
  • Ήρθε η ώρα της αλήθειας.
  • Ωχ, θα μου κάνεις τίποτα περίεργο; Θα ασκήσεις πάνω μου τις γητειές του βαμπίρ; Θα με υπνωτίσεις με το βλέμμα σου για να τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, χωρίς αντίσταση, χωρίς φόβο ή πάθος;
  • Αν μου επιτρέπεις... τι βλακείες λες;
  • Δεν ξέρω, θα είναι η σκορδαλιά που έφαγα.
  • Σου ρίχνει την πίεση το σκόρδο, ε;
  • Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι το τσίπουρο που συνοδεύει τη σκορδαλιά.
  • Ναι... Πού είχαμε μείνει;
  • Στο υπνωτιστικό σου βλέμμα. Γιατί, Regis, είμαι νέα και το αίμα μου βράζει...
  • Είσαι μεσήλικη και το μυαλό σου ρημάζει.
  • Τι “μεσήλικη” βρε αιωνόβιε; Αν μου επιτρέπεις.
  • Ε, για το είδος σου, μεσήλικη. Μην κοιτάς που φοράτε αυτά τα, πώς τα λέτε, μπλουτζίν και τισέρτ...
  • Κοίτα, φιλαράκο Regis, ας το πιάσουμε από την αρχή, γιατί δεν ξεκινήσαμε καλά.
  • Φιλαράκο”... Πρώτη φορά με αποκαλούν έτσι. Είναι κάτι καινούργιο.
  • Καλά. Κοιμήσου καμιά δεκαετία για να το χωνέψεις. Αλλά για την ώρα, λέγε, παρακαλώ, ευγενικέ κύριε.
  • Τι να πω;
  • Ποιος είναι ο ξεμυαλισμένος τώρα; Είπες, στην αρχή, ότι είναι η ώρα της αλήθειας, ή δεν το είπες;
  • Α, ναι. Πολύ σωστά. Λοιπόν, Άννα, θα ήθελα να μου απαντήσεις στην εξής ερώτηση: ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;
  • Γιατί να σ' το πω αυτό;
  • Φοβάσαι ότι θα το χρησιμοποιήσω κάποτε εις βάρος σου;
  • Δεν νομίζω να το χρειάζεσαι. Άμα ήθελες να μου κάνεις κακό... Τέλος πάντων, σταμάτα να λες “φοβάσαι”, “φόβος” και τέτοια. Δεν μ' αρέσει αυτή η συζήτηση.
  • Γιατί;
  • Καταρχήν, δεν είμαστε μόνοι μας. Μας ακούνε κι άλλοι.
  • Άρα, δεν θέλεις να αποκαλύψεις τον μεγαλύτερό σου φόβο σε άλλους.
  • Το θεωρείς παράξενο; Αφύσικο;
  • Όχι. Το θεωρώ απολύτως φυσικό.
  • Παρόλα αυτά, επιμένεις να κάνουμε αυτή τη συζήτηση δημοσίως.
  • Ναι, επιμένω.
  • Και δεν θα μου πεις τον λόγο;
  • Όχι τώρα.
  • Καλά, λοιπόν. Στο κάτω-κάτω, ήξερα ποιον καλούσα. Ας πρόσεχα. Λοιπόν, αφού θες να μάθεις, ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι οι κατσαρίδες.
  • Οι κατσαρίδες είναι ακίνδυνες.
  • Ναι, ναι, το ξέρω. Δεν φοβάμαι τίποτα άλλο, δεν φοβάμαι αράχνες, δεν φοβάμαι σκορπιούς, φίδια, ακρίδες, σκαθάρια, σαύρες... εσένα.
         Χαμόγελα.
  • Όχι. Τίποτα. Μόνο τις κατσαρίδες.
  • Ο φόβος δεν έχει λογική, Άννα.
  • Το ξέρω, είναι παράλογο να τρέμω ένα ζωύφιο πιο μικρό από τον αντίχει-
  • Τι έπαθες;
  • Σκέφτηκα ότι μερικές είναι μεγαλύτερες από τον αντίχειρά μου, μεγαλύτερες και από άλλα δάχτυλα...
  • Σςςς, ηρέμησε. Καταλαβαίνω. Σου ήταν δύσκολη αυτή η εξομολόγηση.
  • Δύσκολη δεν θα πει τίποτα, φίλε μου. Αν θες να με σκοτώσεις, πέτα με σ' έναν λάκκο γεμάτο κατσαρίδες. Νομίζω ότι θα πεθάνω από τον φόβο μου.
  • Και πάλι, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη σου ήταν αυτή η εξομολόγηση.
  • Δεν μου αρέσει το ύφος σου...
  • Άρα, έχω δίκιο.
  • ...
  • Αυτή η εξομολόγηση δεν ήταν αληθινή. Μπορεί κάποτε να ήταν, γιατί η ανατριχίλα σου δεν ήταν προσποιητή, το είδα ότι, πράγματι, ένα παγωμένο ρεύμα σε διαπέρασε όταν σκέφτηκες μεγάλες κατσαρίδες. Μπορεί, λοιπόν, κάποτε να ήταν αλήθεια όλα αυτά που μου είπες. Αλλά όχι πια. Έτσι δεν είναι; Έχεις δυναμώσει, έχεις δει άλλους τρόμους, χειρότερους από αβλαβή ζωύφια. Αντέχεις. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που φοβάσαι περισσότερο από οτιδήποτε.
  • Κοίτα, Regis, νομίζω ότι η κουβέντα τώρα ξεφεύγει.
  • Γιατί; Τι νόμιζες ότι ήθελα να συζητήσουμε;
  • Γιατί πρέπει να γίνεσαι δυσάρεστος;
  • Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ο σκοπός μου είναι να γνωρίσω λίγο καλύτερα τους ανθρώπους.
  • Α, σ' ευχαριστώ πολύ! Δηλαδή, δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένα δείγμα, για 'σένα; Ένα κομμάτι εγκεφάλου που θα κοιτάξεις στο μικροσκόπιο;
  • Παραλογίζεσαι. Και το κάνεις επίτηδες, για να αποφύγεις την ερώτησή μου. Για να αποφύγεις την απάντηση που έχεις κρυμμένη.
  • Ωραία. Πες μου εσύ, τι νομίζεις ότι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Δεν λειτουργεί έτσι μια συζήτηση. Αυτό είναι παιχνίδι, όχι σοβαρή κουβέντα.
  • Μα, όχι, όχι. Σοβαρή είναι, πίστεψέ με, σοβαρότατη. Αφού μελετάς τους ανθρώπους, κάτι θα έχεις καταλάβει τόσα χρόνια, δεν μπορεί. Κάποιο συμπέρασμα θα έχεις βγάλει, κάποιο κοινό χαρακτηριστικό θα έχεις βρει. Ένα είδος που ζει κοπαδιαστά, φτιάχνει όλο και μεγαλύτερες κοινωνίες, φτιάχνει πόλεις, χτίζει σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, θέτει νόμους, ανοίγει δρόμους για να ενώνονται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, οι πόλεις και κατ' επέκταση οι άνθρωποι μεταξύ τους... Για πες μου, λοιπόν, ερευνητή: τι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Μου απάντησες ήδη.
  • Ναι, σου απάντησα.
  • Ευχαριστώ. Το ήξερα ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου. Ήταν δύσκολο;
  • Ποιο, αν ήταν δύσκολο;
  • Να το παραδεχτείς.
  • Ναι, το ρημάδι. Ήταν. Αλλά ας μην συζητήσουμε τώρα και το γιατί.
  • Όχι, ησύχασε. Τώρα σου χρειάζεται... χμ, ξέρω τι.
  • Να γελάσω λίγο;
  • Αυτό ακριβώς. Τι λες; Καλούμε τον βάρδο;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου