Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με την Clarisse. Ένα. Γέλιο και κλάμα.

Η Clarisse από το Fahrenheit 451 του Ray Bradbury. Στη φωτο, η ηθοποιός που την ενσάρκωσε στην ταινία του 1966,  Julie Cristie.


  • Κλαρίς, χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες.
  • Πώς να μην ερχόμουν; Είναι απίθανο, και όλα τα απίθανα τ' αγαπώ.
  • Σ' ευχαριστώ για τα λουλούδια που μου έφερες.
  • Σου αρέσουν;
  • Τα λατρεύω.
  • Σκέφτηκα ότι τα λουλούδια-λουλούδια καλό είναι να τα αφήσω στην ησυχία τους. Κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω αυτά, τα χάρτινα, από τα βιβλία που παράπεσαν στην άκρη μιας φωτιάς. Βλέπεις τις καψαλισμένες άκρες;
  • Τις βλέπω.
  • Αυτές οι σελίδες ήταν ό,τι μπόρεσα να σώσω.
  • Θα το φυλάξω για πάντα αυτό το μπουκέτο.
  • Θα σε φυλάει για πάντα αυτό το μπουκέτο.
  • Είσαι ακόμα δεκαεπτά και παλαβή;
  • Ω, ναι! Μα, ναι, κανείς δεν μπόρεσε να με αλλάξει, κανείς δεν κατάφερε να με γεράσει. Κι αυτό γιατί κανείς δεν ήταν αρκετός για να με φοβίσει, ποτέ.
  • Πώς τα καταφέρνεις; Πώς γίνεται να μη φοβάσαι;
  • Δεν ξέρω... Μπορεί να είναι που δεν υπάρχει κανείς να με καθησυχάζει. Άμα δεν έχεις κάποιον να σε χαϊδεύει όταν πέφτεις και χτυπάς, δεν φοβάσαι να πέφτεις και να χτυπάς, όταν δεν έχεις κανέναν να σου σφουγγίζει τα δάκρυα όταν κλαις, δεν φοβάσαι να κλαις.
  • Το κλάμα είναι σημαντικό.
  • Το κλάμα είναι τόσο σημαντικό, όσο και το γέλιο!
  • Με τι κλαις; Και με τι γελάς, Κλαρίς;
  • Να, μια φορά ήμουν σ' ένα λιβάδι. Ήταν άνοιξη, γεμάτο λουλούδια, όχι σαν κι αυτά, από τα άλλα, τα λουλούδια-λουλούδια. Μοσχοβόλαγε και βούιζε ο τόπος. Εγώ είχα ζεσταθεί από τον ήλιο. Έβγαλα, λοιπόν, τα παπούτσια μου, έβγαλα τη ζακέτα και ξάπλωσα στο χορτάρι να δροσιστώ. Γύριζα ανάσκελα, γύριζα μπρούμυτα, δε χόρταινα τη μυρωδιά, τη δροσιά, κυλιόμουν, κυλιόμουν... Η χαρά μού γέμισε το στήθος, τόσο πολύ, που νόμιζα ότι θα έσκαγα. Δεν την άντεξα άλλο τέτοια χαρά και έβαλα τα κλάματα, και αλάφρωσε η καρδιά μου. Μια άλλη φορά ήμουν στη γειτονιά μου. Ήταν πολύ πρωί, χειμώνας, κι εγώ χάζευα τον ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ήταν πολύ ωραία, αλλά είχα βγει έτσι, χωρίς παλτό, απλά μου την έδωσε και βγήκα. Άρχισα να κρυώνω. Όλο και πιο πολύ. Αλλά δεν ήθελα να πάω σπίτι. Σε λίγο, όταν το κρύο μπήκε για τα καλά στο σώμα μου, όταν έφτασε στα κόκαλα, το μυαλό μου σαν να μούδιασε, σαν να μη μ' ένοιαζε πια που είχα ξεπαγιάσει, και όλα πήραν ένα διαφορετικό χρώμα γύρω μου. Πιο καθαρά, σαν κρυστάλλινα είχαν γίνει, τα αυτοκίνητα, το πεζοδρόμιο, οι λάμπες... Όλα, δεν τα 'χα ξαναδεί έτσι. Άρχισα να γελάω, ήταν ένα κλικ, στην αρχή, ένα τίποτα, μα δυνάμωσε γρήγορα και μ' έκανε να τραντάζομαι. Γέλασα, γέλασα, κι όταν κουράστηκα να γελάω είχα ζεσταθεί και δεν κρύωνα πια κι ας ήταν πρωί, χειμώνας, κι εγώ χωρίς παλτό.
  • Α, βρε Κλαρίς...
  • Τι;
  • Πάμε να πλατσουρίσουμε σε κανένα νερόλακκο;
  • Ω, ναι!

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με τον τροβαδούρο Jaskier. Δύο. Ελληνορθόδοξη ταβέρνα.




  • Χα χα! Και μετά, ξέρεις τι μου 'πε μετά;
  • Όχι, πες!
  • Μου λέει: “Εδώ δεν είναι ταβέρνα”.
  • ΧαΑΑααα! Αλήθεια; Αλήθεια, Γιάσκερ; Το είπε αυτό;
  • Έτσι όπως σ' το λέω. “Εδώ δεν είναι ταβέρνα”.
  • ΜπφΧχχΑΑχαα!
  • Και όχι μόνο το είπε, το έδειξε κιόλας.
  • Έλεος! Θα με πεθάνεις! Με ποιον τρόπο το έδειξε, δηλαδή;
  • Να, έκανε μια έτσι με το φαρδύ μανίκι του να ανεμίζει φλαπ φλαπ...
  • Ράσο το λένε.
  • Ποιο; Το μανίκι;
  • Όχι ρε παιδί μου, όλο το ρούχο, όχι το μανίκι.
  • Ε, ωραία, λοιπόν. Ανέμισε το ράσο...
  • Καμία σχέση με το “Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό...”
  • Ώπα, ωραίο αυτό, μετά τραγούδησέ το μου ολόκληρο. Αλλά, για να συνεχίσω, ανέμισε που λες το μανίκι του ράσου του, λες και ήθελε να πετάξει, έκανε μια φρααπ! και μου βούτηξε το ποτήρι απ' τα χέρια.
  • Χαχα χιχιχι... Ρε Γιάσκερ, κλαίω, ήμαρτον, δισκοπότηρο το λένε.
  • Όπως και να το λένε, δεν ήταν καθόλου ευγενικό. Όταν προσφέρεις στον επισκέπτη να πιει, δεν του παίρνεις το ποτήρι απ' το χέρι.
  • Και πού ήθελες να ξέρει ο χριστιανός ότι θα το στράγγιζες;
  • Και πού ήθελες να ξέρω εγώ, ο ανυποψίαστος τουρίστας, ότι αυτό το γλυκό, αρωματικό κρασί δεν ήταν για να το πιω, αλλά για να το δοκιμάσω;
  • Άκου, Γιάσκερ, εκεί που μπήκες, δεν ήταν ταβέρνα.
  • Είχε μουσική, ενδιαφέρουσα μουσική, πρέπει να σε πληροφορήσω, και γι' αυτό μπήκα. Είχε κρασί, είχε άρτο – αλήθεια, τώρα που το θυμήθηκα, γιατί βάζετε το ψωμί μέσα στο κρασί; Ο μεζές σε πιατάκι δεν μπαίνει;
  • Ναι, εμείς εδώ έτσι το σερβίρουμε. Έθιμο, στις ταβέρνες το πρώτο κρασί να είναι κερασμένο και να έχει και ψωμί μέσα.
  • Α, έτσι...
  • Ναι. Αλλά δεν πρέπει να το πιεις όλο, είναι μόνο για δοκιμή.
  • Κατάλαβα... Και μετά, παραγγέλνεις;
  • Όχι αμέσως. Πρώτα πρέπει να δοκιμάσουν και οι άλλοι πελάτες, είδες την ουρά, όταν πήγες;
  • Ναι, τώρα που το λες... Μαζεύτηκαν πολλοί με το που βγήκε ο ταβερνιάρης με το ποτήρι.
  • “Ο ταβερνιάρης”, θα με πνίξεις. Ναι... Τέλος πάντων, πρέπει να δοκιμάσουν όλοι, και μετά θα γίνει ένας χορός γύρω απ' τον βωμό...
  • Α, πρέπει να ευχαριστήσετε τον θεό του αμπελιού...
  • Βεβαίως. Και μετά, ναι, μπορείς να παραγγείλεις.
  • Χμ. Περίεργες ταβέρνες έχετε εδώ. Και, δεν μου λες;
  • Τι;
  • Γιατί έχετε αυτά τα άβολα καθίσματα, όπου δεν κάθεσαι ακριβώς, ούτε στέκεσαι ακριβώς, αντί για κανονικά τραπέζια και καρέκλες;
  • Για να 'μαστε έτοιμοι να σηκωθούμε και να πιάσουμε τον χορό, είμαστε χορευταράδες εμείς οι Έλληνες.
  • Αχά. Και, δεν μου λες;
  • Ναι, ρε φίλε, θα σου πω.
  • Γιατί με δουλεύεις τόση ώρα;
  • Το 'πιασες, μπαγασάκο.
  • Έχω εξασκηθεί στον σαρκασμό, τόσα χρόνια φίλος του άλλου. Και ο δικός σου σαρκασμός δεν είναι λιγότερο κουραστικός από του άλλου. Και, αν θες να ξέρεις...
  • Καλά, καλά. Αυτό που μπήκες είναι ένας ναός.
  • Ναός;
  • Όχι, ρε Γιάσκερ, χορευτικό κέντρο. Ναι, ναός. Εδώ τα λέμε εκκλησίες. Θα μπερδεύτηκες λόγω του διακόσμου.
  • Ε, για να σου πω την αλήθεια, ναι. Τόσο χρυσάφι, τόση χλιδή... Άννα, είσαι σίγουρη;
  • Ναι. Είμαι σίγουρη.
  • Ωραία. Πότε θα ξαναπάμε;
  • Εγώ δεν πάω εκεί μέσα.
  • Γιατί;
  • Προτιμώ το κρασί μου με ελίτσα στην οδοντογλυφίδα.
  • Μέσα στο ποτήρι; Συγγνώμη: στο “δισκοπότηρο”;
  • Όχι ρε παιδί μου, δεν με λένε Μποντ, Τζέημς Μποντ. Έξω απ' το ποτήρι, στο πιατάκι η ελίτσα. Και δεν το λένε δισκοπότηρο, αλλά κρασοπότηρο.
  • Μα εσύ δεν είπες - Ααα... Έχω πολλές απορίες για τον κόσμο σου.
  • Καλά, δεν πειράζει. Έλα να πούμε εκείνο το τραγουδάκι.
  • Ποιο τραγουδάκι;
  • Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό, και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότες που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι...

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με τον Regis. Δύο. Μοναξιά.




  • Λοιπόν, Άννα...
  • Λοιπόν, Regis.
  • Ήρθε η ώρα της αλήθειας.
  • Ωχ, θα μου κάνεις τίποτα περίεργο; Θα ασκήσεις πάνω μου τις γητειές του βαμπίρ; Θα με υπνωτίσεις με το βλέμμα σου για να τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, χωρίς αντίσταση, χωρίς φόβο ή πάθος;
  • Αν μου επιτρέπεις... τι βλακείες λες;
  • Δεν ξέρω, θα είναι η σκορδαλιά που έφαγα.
  • Σου ρίχνει την πίεση το σκόρδο, ε;
  • Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι το τσίπουρο που συνοδεύει τη σκορδαλιά.
  • Ναι... Πού είχαμε μείνει;
  • Στο υπνωτιστικό σου βλέμμα. Γιατί, Regis, είμαι νέα και το αίμα μου βράζει...
  • Είσαι μεσήλικη και το μυαλό σου ρημάζει.
  • Τι “μεσήλικη” βρε αιωνόβιε; Αν μου επιτρέπεις.
  • Ε, για το είδος σου, μεσήλικη. Μην κοιτάς που φοράτε αυτά τα, πώς τα λέτε, μπλουτζίν και τισέρτ...
  • Κοίτα, φιλαράκο Regis, ας το πιάσουμε από την αρχή, γιατί δεν ξεκινήσαμε καλά.
  • Φιλαράκο”... Πρώτη φορά με αποκαλούν έτσι. Είναι κάτι καινούργιο.
  • Καλά. Κοιμήσου καμιά δεκαετία για να το χωνέψεις. Αλλά για την ώρα, λέγε, παρακαλώ, ευγενικέ κύριε.
  • Τι να πω;
  • Ποιος είναι ο ξεμυαλισμένος τώρα; Είπες, στην αρχή, ότι είναι η ώρα της αλήθειας, ή δεν το είπες;
  • Α, ναι. Πολύ σωστά. Λοιπόν, Άννα, θα ήθελα να μου απαντήσεις στην εξής ερώτηση: ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;
  • Γιατί να σ' το πω αυτό;
  • Φοβάσαι ότι θα το χρησιμοποιήσω κάποτε εις βάρος σου;
  • Δεν νομίζω να το χρειάζεσαι. Άμα ήθελες να μου κάνεις κακό... Τέλος πάντων, σταμάτα να λες “φοβάσαι”, “φόβος” και τέτοια. Δεν μ' αρέσει αυτή η συζήτηση.
  • Γιατί;
  • Καταρχήν, δεν είμαστε μόνοι μας. Μας ακούνε κι άλλοι.
  • Άρα, δεν θέλεις να αποκαλύψεις τον μεγαλύτερό σου φόβο σε άλλους.
  • Το θεωρείς παράξενο; Αφύσικο;
  • Όχι. Το θεωρώ απολύτως φυσικό.
  • Παρόλα αυτά, επιμένεις να κάνουμε αυτή τη συζήτηση δημοσίως.
  • Ναι, επιμένω.
  • Και δεν θα μου πεις τον λόγο;
  • Όχι τώρα.
  • Καλά, λοιπόν. Στο κάτω-κάτω, ήξερα ποιον καλούσα. Ας πρόσεχα. Λοιπόν, αφού θες να μάθεις, ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι οι κατσαρίδες.
  • Οι κατσαρίδες είναι ακίνδυνες.
  • Ναι, ναι, το ξέρω. Δεν φοβάμαι τίποτα άλλο, δεν φοβάμαι αράχνες, δεν φοβάμαι σκορπιούς, φίδια, ακρίδες, σκαθάρια, σαύρες... εσένα.
         Χαμόγελα.
  • Όχι. Τίποτα. Μόνο τις κατσαρίδες.
  • Ο φόβος δεν έχει λογική, Άννα.
  • Το ξέρω, είναι παράλογο να τρέμω ένα ζωύφιο πιο μικρό από τον αντίχει-
  • Τι έπαθες;
  • Σκέφτηκα ότι μερικές είναι μεγαλύτερες από τον αντίχειρά μου, μεγαλύτερες και από άλλα δάχτυλα...
  • Σςςς, ηρέμησε. Καταλαβαίνω. Σου ήταν δύσκολη αυτή η εξομολόγηση.
  • Δύσκολη δεν θα πει τίποτα, φίλε μου. Αν θες να με σκοτώσεις, πέτα με σ' έναν λάκκο γεμάτο κατσαρίδες. Νομίζω ότι θα πεθάνω από τον φόβο μου.
  • Και πάλι, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη σου ήταν αυτή η εξομολόγηση.
  • Δεν μου αρέσει το ύφος σου...
  • Άρα, έχω δίκιο.
  • ...
  • Αυτή η εξομολόγηση δεν ήταν αληθινή. Μπορεί κάποτε να ήταν, γιατί η ανατριχίλα σου δεν ήταν προσποιητή, το είδα ότι, πράγματι, ένα παγωμένο ρεύμα σε διαπέρασε όταν σκέφτηκες μεγάλες κατσαρίδες. Μπορεί, λοιπόν, κάποτε να ήταν αλήθεια όλα αυτά που μου είπες. Αλλά όχι πια. Έτσι δεν είναι; Έχεις δυναμώσει, έχεις δει άλλους τρόμους, χειρότερους από αβλαβή ζωύφια. Αντέχεις. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που φοβάσαι περισσότερο από οτιδήποτε.
  • Κοίτα, Regis, νομίζω ότι η κουβέντα τώρα ξεφεύγει.
  • Γιατί; Τι νόμιζες ότι ήθελα να συζητήσουμε;
  • Γιατί πρέπει να γίνεσαι δυσάρεστος;
  • Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ο σκοπός μου είναι να γνωρίσω λίγο καλύτερα τους ανθρώπους.
  • Α, σ' ευχαριστώ πολύ! Δηλαδή, δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένα δείγμα, για 'σένα; Ένα κομμάτι εγκεφάλου που θα κοιτάξεις στο μικροσκόπιο;
  • Παραλογίζεσαι. Και το κάνεις επίτηδες, για να αποφύγεις την ερώτησή μου. Για να αποφύγεις την απάντηση που έχεις κρυμμένη.
  • Ωραία. Πες μου εσύ, τι νομίζεις ότι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Δεν λειτουργεί έτσι μια συζήτηση. Αυτό είναι παιχνίδι, όχι σοβαρή κουβέντα.
  • Μα, όχι, όχι. Σοβαρή είναι, πίστεψέ με, σοβαρότατη. Αφού μελετάς τους ανθρώπους, κάτι θα έχεις καταλάβει τόσα χρόνια, δεν μπορεί. Κάποιο συμπέρασμα θα έχεις βγάλει, κάποιο κοινό χαρακτηριστικό θα έχεις βρει. Ένα είδος που ζει κοπαδιαστά, φτιάχνει όλο και μεγαλύτερες κοινωνίες, φτιάχνει πόλεις, χτίζει σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, θέτει νόμους, ανοίγει δρόμους για να ενώνονται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, οι πόλεις και κατ' επέκταση οι άνθρωποι μεταξύ τους... Για πες μου, λοιπόν, ερευνητή: τι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Μου απάντησες ήδη.
  • Ναι, σου απάντησα.
  • Ευχαριστώ. Το ήξερα ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου. Ήταν δύσκολο;
  • Ποιο, αν ήταν δύσκολο;
  • Να το παραδεχτείς.
  • Ναι, το ρημάδι. Ήταν. Αλλά ας μην συζητήσουμε τώρα και το γιατί.
  • Όχι, ησύχασε. Τώρα σου χρειάζεται... χμ, ξέρω τι.
  • Να γελάσω λίγο;
  • Αυτό ακριβώς. Τι λες; Καλούμε τον βάρδο;