Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με την Clarisse. Ένα. Γέλιο και κλάμα.

Η Clarisse από το Fahrenheit 451 του Ray Bradbury. Στη φωτο, η ηθοποιός που την ενσάρκωσε στην ταινία του 1966,  Julie Cristie.


  • Κλαρίς, χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες.
  • Πώς να μην ερχόμουν; Είναι απίθανο, και όλα τα απίθανα τ' αγαπώ.
  • Σ' ευχαριστώ για τα λουλούδια που μου έφερες.
  • Σου αρέσουν;
  • Τα λατρεύω.
  • Σκέφτηκα ότι τα λουλούδια-λουλούδια καλό είναι να τα αφήσω στην ησυχία τους. Κι έτσι μου ήρθε η ιδέα να φτιάξω αυτά, τα χάρτινα, από τα βιβλία που παράπεσαν στην άκρη μιας φωτιάς. Βλέπεις τις καψαλισμένες άκρες;
  • Τις βλέπω.
  • Αυτές οι σελίδες ήταν ό,τι μπόρεσα να σώσω.
  • Θα το φυλάξω για πάντα αυτό το μπουκέτο.
  • Θα σε φυλάει για πάντα αυτό το μπουκέτο.
  • Είσαι ακόμα δεκαεπτά και παλαβή;
  • Ω, ναι! Μα, ναι, κανείς δεν μπόρεσε να με αλλάξει, κανείς δεν κατάφερε να με γεράσει. Κι αυτό γιατί κανείς δεν ήταν αρκετός για να με φοβίσει, ποτέ.
  • Πώς τα καταφέρνεις; Πώς γίνεται να μη φοβάσαι;
  • Δεν ξέρω... Μπορεί να είναι που δεν υπάρχει κανείς να με καθησυχάζει. Άμα δεν έχεις κάποιον να σε χαϊδεύει όταν πέφτεις και χτυπάς, δεν φοβάσαι να πέφτεις και να χτυπάς, όταν δεν έχεις κανέναν να σου σφουγγίζει τα δάκρυα όταν κλαις, δεν φοβάσαι να κλαις.
  • Το κλάμα είναι σημαντικό.
  • Το κλάμα είναι τόσο σημαντικό, όσο και το γέλιο!
  • Με τι κλαις; Και με τι γελάς, Κλαρίς;
  • Να, μια φορά ήμουν σ' ένα λιβάδι. Ήταν άνοιξη, γεμάτο λουλούδια, όχι σαν κι αυτά, από τα άλλα, τα λουλούδια-λουλούδια. Μοσχοβόλαγε και βούιζε ο τόπος. Εγώ είχα ζεσταθεί από τον ήλιο. Έβγαλα, λοιπόν, τα παπούτσια μου, έβγαλα τη ζακέτα και ξάπλωσα στο χορτάρι να δροσιστώ. Γύριζα ανάσκελα, γύριζα μπρούμυτα, δε χόρταινα τη μυρωδιά, τη δροσιά, κυλιόμουν, κυλιόμουν... Η χαρά μού γέμισε το στήθος, τόσο πολύ, που νόμιζα ότι θα έσκαγα. Δεν την άντεξα άλλο τέτοια χαρά και έβαλα τα κλάματα, και αλάφρωσε η καρδιά μου. Μια άλλη φορά ήμουν στη γειτονιά μου. Ήταν πολύ πρωί, χειμώνας, κι εγώ χάζευα τον ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Ήταν πολύ ωραία, αλλά είχα βγει έτσι, χωρίς παλτό, απλά μου την έδωσε και βγήκα. Άρχισα να κρυώνω. Όλο και πιο πολύ. Αλλά δεν ήθελα να πάω σπίτι. Σε λίγο, όταν το κρύο μπήκε για τα καλά στο σώμα μου, όταν έφτασε στα κόκαλα, το μυαλό μου σαν να μούδιασε, σαν να μη μ' ένοιαζε πια που είχα ξεπαγιάσει, και όλα πήραν ένα διαφορετικό χρώμα γύρω μου. Πιο καθαρά, σαν κρυστάλλινα είχαν γίνει, τα αυτοκίνητα, το πεζοδρόμιο, οι λάμπες... Όλα, δεν τα 'χα ξαναδεί έτσι. Άρχισα να γελάω, ήταν ένα κλικ, στην αρχή, ένα τίποτα, μα δυνάμωσε γρήγορα και μ' έκανε να τραντάζομαι. Γέλασα, γέλασα, κι όταν κουράστηκα να γελάω είχα ζεσταθεί και δεν κρύωνα πια κι ας ήταν πρωί, χειμώνας, κι εγώ χωρίς παλτό.
  • Α, βρε Κλαρίς...
  • Τι;
  • Πάμε να πλατσουρίσουμε σε κανένα νερόλακκο;
  • Ω, ναι!

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με τον τροβαδούρο Jaskier. Δύο. Ελληνορθόδοξη ταβέρνα.




  • Χα χα! Και μετά, ξέρεις τι μου 'πε μετά;
  • Όχι, πες!
  • Μου λέει: “Εδώ δεν είναι ταβέρνα”.
  • ΧαΑΑααα! Αλήθεια; Αλήθεια, Γιάσκερ; Το είπε αυτό;
  • Έτσι όπως σ' το λέω. “Εδώ δεν είναι ταβέρνα”.
  • ΜπφΧχχΑΑχαα!
  • Και όχι μόνο το είπε, το έδειξε κιόλας.
  • Έλεος! Θα με πεθάνεις! Με ποιον τρόπο το έδειξε, δηλαδή;
  • Να, έκανε μια έτσι με το φαρδύ μανίκι του να ανεμίζει φλαπ φλαπ...
  • Ράσο το λένε.
  • Ποιο; Το μανίκι;
  • Όχι ρε παιδί μου, όλο το ρούχο, όχι το μανίκι.
  • Ε, ωραία, λοιπόν. Ανέμισε το ράσο...
  • Καμία σχέση με το “Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό...”
  • Ώπα, ωραίο αυτό, μετά τραγούδησέ το μου ολόκληρο. Αλλά, για να συνεχίσω, ανέμισε που λες το μανίκι του ράσου του, λες και ήθελε να πετάξει, έκανε μια φρααπ! και μου βούτηξε το ποτήρι απ' τα χέρια.
  • Χαχα χιχιχι... Ρε Γιάσκερ, κλαίω, ήμαρτον, δισκοπότηρο το λένε.
  • Όπως και να το λένε, δεν ήταν καθόλου ευγενικό. Όταν προσφέρεις στον επισκέπτη να πιει, δεν του παίρνεις το ποτήρι απ' το χέρι.
  • Και πού ήθελες να ξέρει ο χριστιανός ότι θα το στράγγιζες;
  • Και πού ήθελες να ξέρω εγώ, ο ανυποψίαστος τουρίστας, ότι αυτό το γλυκό, αρωματικό κρασί δεν ήταν για να το πιω, αλλά για να το δοκιμάσω;
  • Άκου, Γιάσκερ, εκεί που μπήκες, δεν ήταν ταβέρνα.
  • Είχε μουσική, ενδιαφέρουσα μουσική, πρέπει να σε πληροφορήσω, και γι' αυτό μπήκα. Είχε κρασί, είχε άρτο – αλήθεια, τώρα που το θυμήθηκα, γιατί βάζετε το ψωμί μέσα στο κρασί; Ο μεζές σε πιατάκι δεν μπαίνει;
  • Ναι, εμείς εδώ έτσι το σερβίρουμε. Έθιμο, στις ταβέρνες το πρώτο κρασί να είναι κερασμένο και να έχει και ψωμί μέσα.
  • Α, έτσι...
  • Ναι. Αλλά δεν πρέπει να το πιεις όλο, είναι μόνο για δοκιμή.
  • Κατάλαβα... Και μετά, παραγγέλνεις;
  • Όχι αμέσως. Πρώτα πρέπει να δοκιμάσουν και οι άλλοι πελάτες, είδες την ουρά, όταν πήγες;
  • Ναι, τώρα που το λες... Μαζεύτηκαν πολλοί με το που βγήκε ο ταβερνιάρης με το ποτήρι.
  • “Ο ταβερνιάρης”, θα με πνίξεις. Ναι... Τέλος πάντων, πρέπει να δοκιμάσουν όλοι, και μετά θα γίνει ένας χορός γύρω απ' τον βωμό...
  • Α, πρέπει να ευχαριστήσετε τον θεό του αμπελιού...
  • Βεβαίως. Και μετά, ναι, μπορείς να παραγγείλεις.
  • Χμ. Περίεργες ταβέρνες έχετε εδώ. Και, δεν μου λες;
  • Τι;
  • Γιατί έχετε αυτά τα άβολα καθίσματα, όπου δεν κάθεσαι ακριβώς, ούτε στέκεσαι ακριβώς, αντί για κανονικά τραπέζια και καρέκλες;
  • Για να 'μαστε έτοιμοι να σηκωθούμε και να πιάσουμε τον χορό, είμαστε χορευταράδες εμείς οι Έλληνες.
  • Αχά. Και, δεν μου λες;
  • Ναι, ρε φίλε, θα σου πω.
  • Γιατί με δουλεύεις τόση ώρα;
  • Το 'πιασες, μπαγασάκο.
  • Έχω εξασκηθεί στον σαρκασμό, τόσα χρόνια φίλος του άλλου. Και ο δικός σου σαρκασμός δεν είναι λιγότερο κουραστικός από του άλλου. Και, αν θες να ξέρεις...
  • Καλά, καλά. Αυτό που μπήκες είναι ένας ναός.
  • Ναός;
  • Όχι, ρε Γιάσκερ, χορευτικό κέντρο. Ναι, ναός. Εδώ τα λέμε εκκλησίες. Θα μπερδεύτηκες λόγω του διακόσμου.
  • Ε, για να σου πω την αλήθεια, ναι. Τόσο χρυσάφι, τόση χλιδή... Άννα, είσαι σίγουρη;
  • Ναι. Είμαι σίγουρη.
  • Ωραία. Πότε θα ξαναπάμε;
  • Εγώ δεν πάω εκεί μέσα.
  • Γιατί;
  • Προτιμώ το κρασί μου με ελίτσα στην οδοντογλυφίδα.
  • Μέσα στο ποτήρι; Συγγνώμη: στο “δισκοπότηρο”;
  • Όχι ρε παιδί μου, δεν με λένε Μποντ, Τζέημς Μποντ. Έξω απ' το ποτήρι, στο πιατάκι η ελίτσα. Και δεν το λένε δισκοπότηρο, αλλά κρασοπότηρο.
  • Μα εσύ δεν είπες - Ααα... Έχω πολλές απορίες για τον κόσμο σου.
  • Καλά, δεν πειράζει. Έλα να πούμε εκείνο το τραγουδάκι.
  • Ποιο τραγουδάκι;
  • Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό, και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότες που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι...

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Συζήτηση με τον Regis. Δύο. Μοναξιά.




  • Λοιπόν, Άννα...
  • Λοιπόν, Regis.
  • Ήρθε η ώρα της αλήθειας.
  • Ωχ, θα μου κάνεις τίποτα περίεργο; Θα ασκήσεις πάνω μου τις γητειές του βαμπίρ; Θα με υπνωτίσεις με το βλέμμα σου για να τα πω όλα με το νι και με το σίγμα, χωρίς αντίσταση, χωρίς φόβο ή πάθος;
  • Αν μου επιτρέπεις... τι βλακείες λες;
  • Δεν ξέρω, θα είναι η σκορδαλιά που έφαγα.
  • Σου ρίχνει την πίεση το σκόρδο, ε;
  • Όχι, δεν είναι αυτό. Είναι το τσίπουρο που συνοδεύει τη σκορδαλιά.
  • Ναι... Πού είχαμε μείνει;
  • Στο υπνωτιστικό σου βλέμμα. Γιατί, Regis, είμαι νέα και το αίμα μου βράζει...
  • Είσαι μεσήλικη και το μυαλό σου ρημάζει.
  • Τι “μεσήλικη” βρε αιωνόβιε; Αν μου επιτρέπεις.
  • Ε, για το είδος σου, μεσήλικη. Μην κοιτάς που φοράτε αυτά τα, πώς τα λέτε, μπλουτζίν και τισέρτ...
  • Κοίτα, φιλαράκο Regis, ας το πιάσουμε από την αρχή, γιατί δεν ξεκινήσαμε καλά.
  • Φιλαράκο”... Πρώτη φορά με αποκαλούν έτσι. Είναι κάτι καινούργιο.
  • Καλά. Κοιμήσου καμιά δεκαετία για να το χωνέψεις. Αλλά για την ώρα, λέγε, παρακαλώ, ευγενικέ κύριε.
  • Τι να πω;
  • Ποιος είναι ο ξεμυαλισμένος τώρα; Είπες, στην αρχή, ότι είναι η ώρα της αλήθειας, ή δεν το είπες;
  • Α, ναι. Πολύ σωστά. Λοιπόν, Άννα, θα ήθελα να μου απαντήσεις στην εξής ερώτηση: ποιος είναι ο μεγαλύτερός σου φόβος;
  • Γιατί να σ' το πω αυτό;
  • Φοβάσαι ότι θα το χρησιμοποιήσω κάποτε εις βάρος σου;
  • Δεν νομίζω να το χρειάζεσαι. Άμα ήθελες να μου κάνεις κακό... Τέλος πάντων, σταμάτα να λες “φοβάσαι”, “φόβος” και τέτοια. Δεν μ' αρέσει αυτή η συζήτηση.
  • Γιατί;
  • Καταρχήν, δεν είμαστε μόνοι μας. Μας ακούνε κι άλλοι.
  • Άρα, δεν θέλεις να αποκαλύψεις τον μεγαλύτερό σου φόβο σε άλλους.
  • Το θεωρείς παράξενο; Αφύσικο;
  • Όχι. Το θεωρώ απολύτως φυσικό.
  • Παρόλα αυτά, επιμένεις να κάνουμε αυτή τη συζήτηση δημοσίως.
  • Ναι, επιμένω.
  • Και δεν θα μου πεις τον λόγο;
  • Όχι τώρα.
  • Καλά, λοιπόν. Στο κάτω-κάτω, ήξερα ποιον καλούσα. Ας πρόσεχα. Λοιπόν, αφού θες να μάθεις, ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι οι κατσαρίδες.
  • Οι κατσαρίδες είναι ακίνδυνες.
  • Ναι, ναι, το ξέρω. Δεν φοβάμαι τίποτα άλλο, δεν φοβάμαι αράχνες, δεν φοβάμαι σκορπιούς, φίδια, ακρίδες, σκαθάρια, σαύρες... εσένα.
         Χαμόγελα.
  • Όχι. Τίποτα. Μόνο τις κατσαρίδες.
  • Ο φόβος δεν έχει λογική, Άννα.
  • Το ξέρω, είναι παράλογο να τρέμω ένα ζωύφιο πιο μικρό από τον αντίχει-
  • Τι έπαθες;
  • Σκέφτηκα ότι μερικές είναι μεγαλύτερες από τον αντίχειρά μου, μεγαλύτερες και από άλλα δάχτυλα...
  • Σςςς, ηρέμησε. Καταλαβαίνω. Σου ήταν δύσκολη αυτή η εξομολόγηση.
  • Δύσκολη δεν θα πει τίποτα, φίλε μου. Αν θες να με σκοτώσεις, πέτα με σ' έναν λάκκο γεμάτο κατσαρίδες. Νομίζω ότι θα πεθάνω από τον φόβο μου.
  • Και πάλι, καταλαβαίνω πόσο δύσκολη σου ήταν αυτή η εξομολόγηση.
  • Δεν μου αρέσει το ύφος σου...
  • Άρα, έχω δίκιο.
  • ...
  • Αυτή η εξομολόγηση δεν ήταν αληθινή. Μπορεί κάποτε να ήταν, γιατί η ανατριχίλα σου δεν ήταν προσποιητή, το είδα ότι, πράγματι, ένα παγωμένο ρεύμα σε διαπέρασε όταν σκέφτηκες μεγάλες κατσαρίδες. Μπορεί, λοιπόν, κάποτε να ήταν αλήθεια όλα αυτά που μου είπες. Αλλά όχι πια. Έτσι δεν είναι; Έχεις δυναμώσει, έχεις δει άλλους τρόμους, χειρότερους από αβλαβή ζωύφια. Αντέχεις. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα που φοβάσαι περισσότερο από οτιδήποτε.
  • Κοίτα, Regis, νομίζω ότι η κουβέντα τώρα ξεφεύγει.
  • Γιατί; Τι νόμιζες ότι ήθελα να συζητήσουμε;
  • Γιατί πρέπει να γίνεσαι δυσάρεστος;
  • Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Ο σκοπός μου είναι να γνωρίσω λίγο καλύτερα τους ανθρώπους.
  • Α, σ' ευχαριστώ πολύ! Δηλαδή, δεν είμαι τίποτα παραπάνω από ένα δείγμα, για 'σένα; Ένα κομμάτι εγκεφάλου που θα κοιτάξεις στο μικροσκόπιο;
  • Παραλογίζεσαι. Και το κάνεις επίτηδες, για να αποφύγεις την ερώτησή μου. Για να αποφύγεις την απάντηση που έχεις κρυμμένη.
  • Ωραία. Πες μου εσύ, τι νομίζεις ότι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Δεν λειτουργεί έτσι μια συζήτηση. Αυτό είναι παιχνίδι, όχι σοβαρή κουβέντα.
  • Μα, όχι, όχι. Σοβαρή είναι, πίστεψέ με, σοβαρότατη. Αφού μελετάς τους ανθρώπους, κάτι θα έχεις καταλάβει τόσα χρόνια, δεν μπορεί. Κάποιο συμπέρασμα θα έχεις βγάλει, κάποιο κοινό χαρακτηριστικό θα έχεις βρει. Ένα είδος που ζει κοπαδιαστά, φτιάχνει όλο και μεγαλύτερες κοινωνίες, φτιάχνει πόλεις, χτίζει σπίτια, σχολεία, εκκλησίες, θέτει νόμους, ανοίγει δρόμους για να ενώνονται πιο εύκολα, πιο γρήγορα, οι πόλεις και κατ' επέκταση οι άνθρωποι μεταξύ τους... Για πες μου, λοιπόν, ερευνητή: τι φοβάμαι πιο πολύ;
  • Μου απάντησες ήδη.
  • Ναι, σου απάντησα.
  • Ευχαριστώ. Το ήξερα ότι αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου. Ήταν δύσκολο;
  • Ποιο, αν ήταν δύσκολο;
  • Να το παραδεχτείς.
  • Ναι, το ρημάδι. Ήταν. Αλλά ας μην συζητήσουμε τώρα και το γιατί.
  • Όχι, ησύχασε. Τώρα σου χρειάζεται... χμ, ξέρω τι.
  • Να γελάσω λίγο;
  • Αυτό ακριβώς. Τι λες; Καλούμε τον βάρδο;

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Συζήτηση με τον Υψηλό Βαμπίρ Emiel Regis. Ένα. Μαγεία και Ονόματα.

Εδώ ο Emiel Regis στο R.P.G. The Witcher 3: Wild Hunt της εταιρείας CDProject Red, και συγκεκριμένα στο expansion Blood and Wine.


  • Σας ευχαριστώ, αξιότιμε κύριε Emiel Regis Rohellec Terzieff-Godefroy, που δεχτήκατε να με τιμήσετε με την παρουσία σας.
  • Η χαρά όλη δική μου, ευγενική οικοδέσποινα Άννα Μαρία Μακρή.

    Έντονα χαμόγελα

  • Ας αφήσουμε τις τυπικότητες, τι λέτε;
  • Φυσικά. Στον ενικό, λοιπόν, Άννα Μαρία.
  • Στον ενικό, λοιπόν, Emiel Regis. Και κανείς δεν με λέει Άννα Μαρία, ευτυχώς. Ούτε στα επίσημα χαρτιά μου δεν το γράφει. Απλά, είχαν την αστεία ιδέα να με πουν έτσι όταν μου έκαναν το επιβεβλημένο, τότε, ξόρκι με τα κομμένα μαλλιά και το λάδι στο μέτωπο, όταν ήμουνα μωρό.
  • Αστεία ιδέα; Τα δύο ονόματα;
  • Δεν είναι συνηθισμένο στη χώρα μου. Δεν λέω “στον κόσμο μου”, γιατί σε άλλες χώρες είναι.
  • Κατάλαβα. Αλλά, αφού κανείς δεν σε λέει έτσι, γιατί μου συστήθηκες και με τα δυο σου ονόματα;
  • Μα, γιατί αυτό είναι το μαγικό μου.
  • Συγγνώμη;
  • Είναι το όνομα που είπε ο μάγος-ιερέας της φυλής των Ορθόδοξων Χριστιανών όταν με βάπτιζε...
  • Με φωτιά;
  • Όχι, στα μέρη μου βαφτίζουν με νερό. Ευτυχώς. Τέλος πάντων, αν και δεν τα πιστεύω αυτά, διάλεξα να σου συστηθώ με αυτό το όνομα γιατί είσαι το πιο μαγικό πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και σκέφτηκα να χρησιμοποιήσω το μαγικό μου όνομα. Υπόψιν, δεν το έχω πει ποτέ σε κανέναν ότι κάποιοι, κάποτε, με είπαν έτσι.
  • Ευχαριστώ... νομίζω.
  • Όχι, όχι, να είσαι σίγουρος! Ήταν κομπλιμέντο.
  • Με την αφορμή της αναφοράς σου στην τελετή της βάπτισης, αν μου επιτρέπεις, θα εκφράσω μία μου σκέψη.
  • Παρακαλώ.
  • Εάν έχω καταλάβει καλά, Άννα, σ' αυτόν εδώ τον κόσμο η μαγεία θεωρείται κάτι ασυνήθιστο, εξαιρετικό.
  • Αιρετικό, θα έλεγα.
  • Χμ, κάτι ξέρουν και σε άλλους κόσμους από δαιμονοποιήσεις.
  • Το θέμα είναι, Regis, ότι στον κόσμο αυτόν εδώ, δαιμονοποιούνται πολλά πράγματα. Πράγματα που είναι, αλλά και πράγματα που δεν είναι, που υπάρχουν ή που εφευρίσκονται ως αφορμές για βία, εκμετάλλευση και επιβολή.
  • Δεν βρίσκω μεγάλες διαφορές από τον κόσμο στον οποίο έχω περάσει τα τελευταία... χμ, πολλά χρόνια της ύπαρξής μου.
  • Μ' αρέσει η προσεκτική επιλογή των λέξεών σου.
  • Ναι;
  • Είπες “ύπαρξη”. Όχι “ζωή”.

    Αμήχανη σιωπή.

  • Με φοβάσαι, Άννα;
  • Όχι.

    Μειδίαμα.

  • Αλήθεια, όχι. Δεν σε φοβάμαι.
  • Χαίρομαι. Αλήθεια, έφυγε ένα βάρος από το στήθος μου.
  • Αν φοβάμαι κάποιον που έχει σχέση με το αν φοβάμαι εσένα, είναι αυτούς που σε φοβούνται.
  • Λοιπόν, έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δύο, μου φαίνεται.
  • Πράγματι.
  • Αν δεν καταχρώμαι της φιλοξενίας σου, λέω να μείνω λίγο ακόμα.
  • Φυσικά! Και είπαμε, όχι τυπικότητες.
  • Ευχαριστώ.
  • Τώρα. Ας βολευτούμε καλύτερα. Τι πίνεις;




Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Και ο Regis καλεσμένος του blog!


Ένας νέος προσκεκλημένος στο blog, είναι ο Emiel Regis Rohellec Terzieff-Godefroy, βοτανολόγος, θεραπευτής, ερασιτέχνης ανθρωπολόγος και φιλόσοφος.
Ο Regis είναι μοναδικός, για διάφορους λόγους. Κυριολεκτικά, το άτομο είναι από αλλού. Η προσμονή της συνάντησής μας με γεμίζει χαρά και ενθουσιασμό.

Αλλά, υπομονή. Σε λίγες μέρες.


Εδώ ο Regis ποζάρει για το εξώφυλλο του βιβλίου του Andrzej Sapkowski, The Tower of the Swallow (το έκτο βιβλίο της σειράς The Witcher).


Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

Διαταραχές...





 

Anna: Ελπίζω να μη χρειαστεί να το ξανακάνουμε αυτό.
Yennefer: Δεν θα χρειαστεί. Έτσι κι αλλιώς, τα αποτελέσματα δεν δείχνουν ότι ευθύνεσαι εσύ για αυτή την ανωμαλία.
Anna: Και ποιος μπορεί να ευθύνεται; Ποιος μου το έκανε αυτό και γιατί;
Yennefer: Δεν έχω ιδέα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον λόγο που κάποιος θέλησε να μπεις σε μια διάσταση που θα σε σκότωνε.
Jaskier: Να τον ξυπνούσαμε;
Yen: Μμμ; Α. Κοιμήθηκε; Γκέραλτ;
Geralt: Μμμ...
An: Αφήστε τον, δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, όλοι χρειαζόμαστε ξεκούραση.
Jaskier: Αυτό ξαναπέσ-
Yen: Τσίρι!
Geralt: Τσίρι; Πού... πότε;
Jask: Όταν εμφανίζεσαι έτσι, μου κόβεις τη χολή. Μα, γιατί είσαι έτσι; Κάθισε...
Ciri: Πήγα στην Καταχνιά.
Yen: Τι έκανες, λέει;
Ciri: Τρομερό μέρος... Άννα, πώς βγήκες ζωντανή από 'κει;
An: Είχα μεγάλη τύχη, το ξέρω. Στο τσακ με έσωσε ο Άντον. Νομίζω ότι με κάποιο τρόπο το διαισθάνθηκε ότι κάτι συνέβαινε, δεν ξέρω πώς, και ήρθε και με βρήκε.
Ciri: Όλα εκεί κάτω είναι θολά και σκοτεινά, όλα βρώμικα, αλλαγμένα. Ή ίσως όχι αλλαγμένα, είναι όπως είναι αλλά δεν το βλέπουμε εδώ. Δεν θέλω να το σκέφτομαι. Ο αέρας είναι πηχτός, δυσκολεύει την ανάσα, δυσκολεύει την κίνηση, η θέληση αδυνατίζει, η μνήμη θολώνει, σε κάθε επίπεδο όλο και πιο πολύ παλεύεις με ένα δίχτυ που μπλέκεται πάνω σου...
Geralt: Στάσου, σε πόσα επίπεδα, δηλαδή, κατέβηκες;
Ciri: Σε πέντε.
Yen: Τσίρι!
An: Νομίζω, αν θυμάμαι καλά αυτά που μου έχει πει ο Άντον, ότι στο πέμπτο δεν κατεβαίνει και πολύς κόσμος...
Jask: Η Τσίρι δεν ανήκει στον πολύ κόσμο, αλλά και πάλι...
Ciri: Μην με κοιτάτε έτσι, είμαι καλά. Έχω πάει κι έχω πάει σε μέρη δύσκολα, άσχημα, αλλά αυτό είναι δύσκολο να το περιγράψω. Το θέμα είναι, όμως, ότι δεν κατάφερα να βγάλω άκρη.
Geralt: Δηλαδή;
Ciri: Δεν βρήκα τίποτα σημάδια, κάτι σαν παγίδα. Οτιδήποτε που να δείχνει ότι η κατάβαση ενός θνητού εκεί ήταν σχέδιο ενός μαγικού πλάσματος.
Yen: Αν ήταν παγίδα, θα ήταν στον επάνω κόσμο.
Ciri: Το ξέρω, αλλά κάτι θα φαινόταν εκεί, και ίσως πιο εύκολα, γιατί ο χρόνος επιβραδύνεται και τα ίχνη που θα είχαν εξαφανιστεί πια από τον επάνω κόσμο, εκεί ίσως να ήταν ακόμη ορατά. Οι γραμμές κατάληξης μιας μαγικής παγίδας.
Jask: Αυτό σίγουρα θα το διαπίστωνε με ακρίβεια ένας μάγος.
Geralt: Με τίποτα!
Yen: Έχει δίκιο, Γκέραλτ. Ίσως αν κατέβαινα κι εγώ εκεί κάτω, να βοηθούσα περισσότερο, να έβρισκα κάτι που ξέφυγε της Τσίρι.
Geralt: Γιεν, όχι. Δεν θα αντέξεις. Η Τσίρι έχει την ικανότητα να ταξιδεύει στους κόσμους έμφυτη.
An: Δεν θα ήθελα να κινδυνέψει κάποιος για χάρη μου. Ευχαριστώ, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ.
Yen: Μην αυταπατάσαι, Άννα. Δεν θα το κάνω για 'σένα. Αυτό που έγινε είναι μια ανωμαλία και αν ξαναγίνει, θα θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο πέντε ανθρώπους, αλλά ολόκληρο τον κόσμο σου. Η περίπτωσή σου μάλλον είναι τυχαία, η πρώτη από πολλές που θα ακολουθήσουν. Και δεν θα μείνει μόνο στις εξαφανίσεις ανθρώπων. Πλάσματα παγιδευμένα στη λήθη της Καταχνιάς θα βρουν διέξοδο στην επιφάνεια. Πλάσματα που, από όσο μπορώ να φανταστώ, δεν έχουν δουλειά στην επιφάνεια.
Geralt: Έχεις δίκιο. Γιεν, σαν τη...
Yen: σύζευξη των διαστάσεων στον δικό μας κόσμο, ναι, Γκέραλτ. Είναι πολύ σοβαρά τα πράγματα, και θα πρέπει να μιλήσουμε και με τον φίλο σου τον μάγο, Άννα.
An: Δεν είχα καταλάβει ότι είναι τόσο... Ναι, τον Άντον. Να καλέσω τον Άντον.
Jask: Για σταθείτε! Άννα, πότε είπες ότι το έπαθες αυτό;
Yen: Δεν νομίζω ότι η γνώμη σου...
Geralt: Γιεν, άσ' τον να μιλήσει.
An: Στις εικοσιεννιά.
Jask: Στις εικοσιεννέα Μαΐου;
An: Ναι, λίγο πριν το ξημέρωμα.
Geralt: Γιάσκερ, πού το πας;
Yen: Σςς, άσ' τον να μιλήσει.
Jask: Εκείνη την ημερομηνία δεν έγινε κάτι το ασύλληπτο; Δεν βούιξε ο μαγικός κόσμος;
Geralt: Από πότε παρακολουθείς τα γεγονότα και του μαγικού κόσμου;
Jask: Αυτό είναι ασήμαντο τώρα, αλλά μια που ρωτάς, αυτή τη φορά η μεγάλη μου αγάπη, η πολιτική, είναι μπλεγμένη με το εξωανθρώπινο και το μαγικό.
An: Τι έγινε, τέλος πάντων, εκείνη την ημερομηνία, εκτός από το... ασύλληπτο που εξετάζουμε τόσες ώρες;
Jask: Μα, πέθανε ένας, ως τότε, απέθαντος, ένα διάσημο βαμπίρ!
Geralt: Σωστά...
Yen: Σωστά...
Geralt: Ο...
Jask: Μην πείτε το όνομά του!
Yen: Ανόητες προκαταλήψεις, αλλά, τέλος πάντων, δεν χρειάζεται να το πούμε.
An: Δεν έχω ιδέα για ποιον μιλάτε. Βαμπίρ; Απέθαντος;
Yen: Μα, φυσικά, αυτό είναι! Γιάσκερ, ομολογώ ότι μερικές φορές δεν είσαι τελείως άχρηστος.
Jask: Με συγκινεί η καλοσύνη σου, Λαίδη μου.
Yen: Κόφ' το, γιατί μπορώ να σε στείλω πολύ μακριά, αν με τσαντίσεις. Λοιπόν, ναι, αυτό είναι. Άννα, αυτό που έζησες ήταν το αποτέλεσμα μιας δυνατής αναταραχής στα ενεργειακά πεδία των διαστάσεων.
Gelat: Φυσικά. Θα υπάρξουν κι άλλα κρούσματα, κι άλλες διαταραχές, πρέπει να έχουμε τον νου μας.
Yen: Πιο αδύναμες, όμως. Όσο περνάει ο καιρός, θα καταλαγιάζει.
An: Μα, δεν καταλαβαίνω, πείτε μου κι εμένα, εξηγήστε μου.
Jask: Μα, γλυκιά μας φίλη, μα, κοιτάξτε την, έχει κιόλας ξεχάσει.
Geralt: Τόσο το καλύτερο γι' αυτήν.
An: Αισθάνομαι σαν αντικείμενο μελέτης.
Jask: Ω, ησύχασε, δεν είναι τίποτα. Έτσι γίνεται όταν πεθαίνει ένα βαμπίρ χωρίς τη βοήθεια ενός βιέτζμιν, σαν τον φίλο μας εδώ.
Yen: Τσίρι; Τσίρι; Χμ, κοιμήθηκε.
An: Εγώ επιμένω ότι δεν κατάλαβα. Θα μου πείτε;
Geralt: Θα σου πούμε.


 

Τετάρτη 31 Μαΐου 2017

Σύσκεψη. Ένα.


 


 
    Anna: Λαίδη Γιέννεφερ...
    Yennefer: Τα πράγματα είναι σοβαρά, Άννα, ας αφήσουμε τις τυπικότητες.
    An: Ευχαρίστως.
    Yen: Τώρα, θα χρειαστώ ένα αντικείμενο που αγαπάς, κάτι που σου έχει δώσει μεγάλη χαρά, που έχει μαζέψει ενέργεια από το σώμα και τη σκέψη σου.
    An: Ένα βιβλίο, κάνει;
    Yen: Αν είναι αγαπημένο σου, βέβαια.
    An: Τι άλλο;
    Yen: Μερικά πράγματα ακόμη: ένα άδειο δοχείο, γυάλινο προτιμότερα, μία τρίχα απ' τα μαλλιά σου και, μην το ξεχάσω, κάνε μου τη χάρη και φτύσε λίγο σάλιο σ' αυτό το πετσετάκι -Γιάσκερ, αν έχεις την καλοσύνη να μη ρουθουνίζεις με νόημα θα βοηθήσεις πολύ, ευχαριστώ.
    Jaskier: Μα, είναι τόσο κλασική σκηνή: “καλημέρα” “κόψε τις καλημέρες, έχουμε δουλειά! Φέρε αυτό, φέρε το άλλο...”
    Geralt: Γιάσκερ, πράγματι βιαζόμαστε. Η φίλη μας εδώ χρειάζεται τη βοήθεια και τη συμβουλή μας.
    Yen: Τελειώσατε; Ωραία, αν μου επιτρέπετε τώρα, θα ξεκινήσω τη διαδικασία. Μια διαδικασία που απαιτεί, πάνω απ' όλα, ησυχία. Καθίστε κάπου παράμερα, δεν μ' ενδιαφέρει πού, αρκεί να μην μπλέκεστε στα πόδια μου και, ει δυνατόν, να μη σας βλέπω.
    Jaskier: Φυσικά, Λαίδη Γιέννεφερ, Αλοίμονο...
    Yen: Άννα, από 'σένα θα χρειαστώ εμπιστοσύνη. Έχε το μυαλό σου ανοιχτό και ήρεμο, άφησέ με να μπω μέσα και να-
    An: Μέσα; Πώς μέσα; Τι μέσα, δηλαδή;
    Geralt: Γιεν, δείξε λίγη κατανόηση.
    Yen: Ωραία. Άννα, μας είπες ότι βρέθηκες κατά λάθος σε μία διάσταση όπου δεν θα μπορούσες κανονικά να μπεις. Λέγεται “Καταχνιά”, αν δεν κάνω λάθος;
    An: Ναι, ακριβώς.
    Yen: Μας είπες, επίσης, ότι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο και ότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να επαναληφθεί, πράγμα με το οποίο θα συμφωνήσω. Ο άλλος φίλος σου ο μάγος-
    An: Ο Άντον.
    Yen: Μη με διακόπτεις. Ο Άντον, λοιπόν, το ψάχνει με δικά του μέσα και σε συμβούλεψε να ζητήσεις βοήθεια κι από όσους ακόμα μπορείς. Ζήτησες βοήθεια από εμάς, τον Γκέραλτ κι εμένα -δεν καταλαβαίνω γιατί βρίσκεται ο βάρδος εδώ...
    Jaskier: Έι! Ο βάρδος βρίσκεται εδώ για λόγους συντροφικότητας και υποστήριξης.
    Yen: Βρίσκεσαι εδώ για να μαζέψεις υλικό για την επόμενη μπαλάντα σου, και σταμάτα!
    Geralt: Γιεν...
    Yen: Όχι τώρα, Γκέραλτ. Δεν θ' ασχοληθώ άλλο. Παρεμπιπτόντως, πού είναι η Τσίρι;
    Geralt:
    Yen: Την ειδοποιήσατε, έτσι δεν είναι; Καλά. Τώρα, Άννα, κάθισε σ' αυτή την καρέκλα και άφησέ με να διαβάσω τις αναμνήσεις σου. Μπορεί να βρω κάτι που νομίζεις ότι έχεις ξεχάσει και να το φέρω στην επιφάνεια. Είναι τεράστιας σημασίας αυτό, πίστεψέ με.
    An: Καταλαβαίνω. Φοβάμαι λίγο.
    Yen: Δεν πειράζει. Έτοιμη;
    An: Εεε...

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Συζήτηση με τον Φωτεινό μάγο Anton Gorodetsky. Τέσσερα. Ξενέρωμα.




  • Που λες, Άννα...
  • Μου-χου;
  • Το 'μαθες καλά το “άσπρο πάτο”.
  • Είχα καλό δάσκαλο.
  • Νιώθω άσχημα;
  • Δεν ξέρω, νιώσε όπως θες. Αλλά πες μου, σε παρακαλώ: δηλαδή έτσι κάνετε εσείς όταν μεθάτε;
  • Γιατί, εσείς στη χώρα σου τι κάνετε;
  • Τι λες;
  • Για το δάχτυλο στον λαιμό, λέω.
  • Μπιάχ, αυτό δεν το 'χω κάνει ποτέ στη ζωή μου!
  • Αλήθεια;
  • Ναι, αλήθεια, και δεν εννοούσα “εσείς οι Ρώσοι” αλλά “εσείς οι μάγοι”, τέλος πάντων.
  • Α.
  • Ου.
  • Ναι, κοίταξε, η μέθοδός μας βασίζεται στην ίδια αρχή...
  • “Ήπια μέχρι σκασμού και για να μη σκάσω το βγάζω”.
  • Ακριβώς. Μην κατσουφιάζεις. Είσαι καλύτερα τώρα, δεν είσαι;
  • Και τότε, ποιος ο λόγος να πίνει κανείς;
  • Να είναι μεθυσμένος μέχρι το μεθύσι να επιτελέσει τον σκοπό του.
  • Ποιον σκοπό;
  • Γιατί ήπιες σαν να μην υπάρχει αύριο;
  • Γιατί δεν άντεχα αυτό που συνέβαινε.
  • Ακριβώς. Δηλαδή, το μυαλό σου δεν άντεχε και είχε ανάγκη να θολώσει λίγο -ή πολύ.
  • Ναι, αλλά ξεμ- με ξεμέθυσες σχεδόν αμέσως.
  • Το παράκανες, και είχες αρχίσει να χαλιέσαι. Σε λίγο θα αρρώσταινες, και άμα σε άφηνα έτσι, θα ήσουν όλη τη μέρα άρρωστη.
  • Μα, και πάλι... χμ, δεν θέλω να το θυμάμαι.
  • Δεν υπάρχει ανώδυνος τρόπος να ξεμεθύσεις.
  • Αυτό είναι αλήθεια, γαμώτο. Ποτέ ξανά.
  • Αλλά, με τον δικό μου τρόπο κράτησε λίγο, είδες;
  • Μα τι ακριβώς έκανες;
  • Ε, αντί για δάχτυλο στον λαιμό, εμείς βάζουμε -ας πούμε- δάχτυλο κατευθείαν στο συκώτι.
  • Άντον;
  • Ναι.
  • Μην μου ξαναμιλήσεις για λίγο.
  • Μα, έχουμε να πούμε...
  • Ναι, ξέρω. Για το ατύχημα. Αλλά μείνε για λίγο ήσυχος, σε παρακαλώ. Άσε με, να, εδώ, να καθίσω λίγο μόνη μου.
  • Όπως νομίζεις...
  • Θέλω να αναλογιστώ τα προβλήματα της σημερινής κοινωνίας και ιδιαιτέρως των νέων, οι οποίοι, κάτω από την καθημερινή πίεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και του οικογενειακού κύκλου, καλούνται να πάρουν αποφάσεις που θα καθορίσουν τη ζωή τους και γι' αυτό τον λόγο στηρίζονται συχνά σε εξωτερικά βοηθήματα, όπως ουσίες που υπόσχονται...
  • Κοινώς, θέλεις να ρίξεις έναν υπνάκο.
  • Άντε, γεια σου.

Συζήτηση με τον Φωτεινό μάγο Anton Gorodetsky. Τρία. Ατύχημα.



  • Άντον; Πού είμαστε;
  • Στην Καταχνιά.
  • Φοβάμαι.
  • Το ξέρω. Πιάσε το χέρι μου.
  • Τι κάνω;
  • Μείνε ήσυχη και ανάπνεε αργά. Είμαστε κοντά.
  • Πού;
  • Στην επόμενη έξοδο.
  • Γιατί...
  • Μη μιλάς, θα κουραστείς πιο γρήγορα.
  • ...έξοδο;
  • Χρειάζεσαι μία ασφαλή έξοδο, είσαι άνθρωπος. Να, εδώ είναι κιόλας. Μη φοβάσαι, πέρνα. Μαζί μου.

  • Άννα; Είσαι καλύτερα τώρα;
  • Ναι, νομίζω.
  • Έχεις πάλι χρώμα, άρα είσαι.
  • Μα, ήμασταν στ' αλήθεια στην Καταχνιά;
  • Ήθελα να σε ρωτήσω το ίδιο.
  • Δηλαδή;
  • Δηλαδή, ναι, ήμασταν, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς βρεθήκαμε εκεί. Για την ακρίβεια, πώς βρέθηκες εσύ εκεί.
  • Και πού θες να ξέρω εγώ;
  • Καταρχήν, ηρέμησε, κόντεψες να πεθάνεις εκεί κάτω.
  • ...
  • Νομίζω ότι τώρα μπορώ να σου πω την αλήθεια, ε; Ένας άνθρωπος, όπως σου έχω εξηγήσει, δεν μπορεί να μπαινοβγαίνει στην Καταχνιά.
  • Εγώ όμως πήγα.
  • Εσύ όμως πήγες.
  • Άντον, πώς έγινε αυτό;
  • Δώσε μου λίγο χρόνο να λιποθυμήσω κι εγώ με την ησυχία μου από την τρομάρα, και μετά αρχίνα τις ερωτήσεις, σε παρακαλώ!
  • Τρομάρα; Εσύ;
  • Ναι, γιατί, τι είμαι 'γω;
  • Συνηθισμένος σ' αυτά τα μέρη;
  • Συνηθισμένος ή όχι, βρέθηκα μαζί σου σ' αυτά τα μέρη και δεν ήξερα τι να σε κάνω!
  • Έλα, μη φωνάζεις, μια χαρά τα πήγες. Τι λέω; Σπουδαία τα πήγες! Μ' έπιασες απ' το χέρι, δεν μ' άφησες να πανικοβληθώ και βρήκες την ασφαλή έξοδο στο πι και φι.
  • Πρώτον, η ώρα που πέρασες στην Καταχνιά δεν ήταν “πι και φι”.
  • Μα...
  • Είκοσι δευτερόλεπτα! Απορώ που στέκεσαι εδώ, μπροστά μου, και μου μιλάς!
  • Ε, τέλος πάντων, σταμάτα να λες ότι δεν θα 'πρεπε να ήμουν ζωντανή!
  • Αλήθεια λέω.
  • Να που είμαι, όμως. Εντάξει; Μπήκα στην Καταχνιά, το ξεπερνάμε;
  • Πολύ εύκολο να το λες, για ρώτα κι εμένα...
  • Τι εννοείς;
  • Τώρα θα πρέπει να αποφασίσω τι θα σε κάνω.
  • Άντον, τι εννοείς;
  • Μην κάνεις έτσι. Δεν είναι αυτό που νομίζεις.
  • Τι πιστεύεις ότι νομίζω;
  • Χμ... Κάτσε να φέρω ένα ποτό, γιατί το χρειαζόμαστε κι οι δύο. Για να συνεννοηθούμε.
  • Βότκα από τη Ρωσία; Φέρ' την εδώ.
  • Σιγά-σιγά, δεν είναι νερό...
  • Ξέρω, ναι. Μπάααχ!
  • Καίει, ε;
  • Ναι, χαχαχαχα... καίει... Ούουου... η βότκα καιαίει...
  • Κιόλας;
  • Τι -πφφχιιχιχ- κιόλας;
  • Τίποτα, δώσ' μου λίγη.
  • Χιχιχι...
  • Που έλεγα, Άννα, φίλη μου -ναι, κάτσε να πιω λίγο κι εγώ και θα σ' το ξαναδώσω- τώρα πρέπει να σκεφτώ σοβαρά τι γίνεται μ' εσένα.
  • Ααα...
  • Βλέπεις, η θέση μου είναι δύσκολη. Από τη μια, είσαι φίλη μου. Από την άλλη, είσαι άνθρωπος.
  • Ναι; Χιχι...
  • Ναι, σίγουρα, εκατό τοις εκατό -ορίστε, λύσσαξες, πιες. Και σαν άνθρωπος, μου έθεσες σήμερα δύο τεράστια ερωτήματα που, ακόμη και αν υποθέσουμε-
  • Υποθέζιουμε...
  • Ναι. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι θα ήθελα να κρύψω από τη Νυχτερινή Φρουρά το γεγονός αυτό, το ατύχημα, ας το πούμε έτσι γιατί κάπως πρέπει να το λέμε, δεν θα μπορούσα. Παρακολουθείς;
  • It 's a long way... to Tipperaryyy...
  • Δεν πειράζει, καλύτερα. Έλεγα, λοιπόν, ότι πρέπει να βρω απαντήσεις για τα δύο αυτά ερωτήματα. Πρώτον, πώς στα κομμάτια μπήκες στην Καταχνιά; Δεύτερον, τι θα κάνουμε -τι θα κάνω- γι' αυτό; Σίγουρα δεν μπορώ να αφήσω ένα ατύχημα σαν κι αυτό να επαναληφθεί, έχω την ευθύνη σου και όχι μόνο. Γιατί σίγουρα, την επόμενη φορά δεν θα βγεις από την Καταχνιά. Τώρα στάθηκες τυχερή, δεν φαντάζεσαι πόσο. Ακόμη και στο πρώτο επίπεδο, είναι...
  • Θανάστιμη. Γιαθρώπους;
  • Αυτό. Δώσε μου λίγη βό- καλά, πότε πρόλαβες και κατέβασες το μισό μπουκάλι; Οπότε, καταλήγω, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να ξεκινήσω από το δεύτερο πρόβλημα: να σου σβήσω την ανάμνηση. Και μετά θα σκεφτώ με την ησυχία μου το πρώτο. Αλλά, υπάρχει και ένα τρίτο πρόβλημα.
  • Μμμ;
  • Ναι, ότι θα χρειαστώ λεπτομέρειες. Τι ένιωσες πριν μπεις, τι είδες, τι άκουσες και τι σκέφτηκες ακόμα. Με ποιον μίλησες.
  • Χα;
  • Κατ' επέκταση, Άννα, συγγνώμη γι' αυτό που θα κάνω τώρα.
  • Τι; ...
  • Έλα, έλα, αυτό ήταν. Σε λίγο θα έχει περάσει. Πω πω, έπρεπε να φέρω κουβά πρώτα.
  • Αααγκχχχ!!!
  • Χάλια το πάτωμα.
  • Τι-μου-έ-κα-νες
  • Κάτι πολύ συνηθισμένο στην παρέα μου. Φρόντισα να ξεμεθύσεις στο πι και φι.
  • Θα-σε αααργκχχ...
  • Έλα, εντάξει. Καλά πίνουμε, αλλά μετά ας προσέχουμε το συκώτι μας, ε; Θα καθαρίσω εδώ, εσύ ξάπλωσε λίγο, και μετά θα σου φτιάξω ένα ρόφημα και έχουμε να μιλήσουμε.
  • Άντον;
  • Ναι.
  • Ποτέ. Ξανά.
  • Τα 'παμε κι άλλοι.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Πηγαδάκι με Geralt και Ciri.

Φωτό από την πολωνική τηλεοπτική σειρά του 2002. Εμφανίζονται ο Michal Zebrowski στο ρόλο του Geralt και η  Marta Bitner στο ρόλο της Ciri.



Anna: Το λοιπόν, τα μάθατε τα νέα;
Geralt: Ποια νέα;
Anna: Σας κάνουν, λέει, σειρά. Στην τηλεόραση.
Geralt: Αχμ. Να τα πάλι...
Ciri: Εμένα μου αρέσει.
A.: Μα, ναι, γιατί να μην σου αρέσει;
G.: Αλοίμονο, τι να μην της αρέσει;
C.: Ναι, για πες, τι να μην μου αρέσει;
G.: Θα πάρουν τη ζωή σου, θα την κάνουν πιο εμφανίσιμη...
C.: Πιο εμφανίσιμη;
G.: Ναι, πώς να σ' το πω; Θα τη λουστράρουν. Για παράδειγμα, θυμάσαι που ήσουν στην καλύβα του Βυσογκότα;
C.: Ναι, πώς δεν θυμάμαι.
G.: Χάλια ήσουν, ε;
C.: Τώρα, τι ρωτάς; Δεν ξέρεις;
G.: Φαντάσου να σε κοιτάζαν κάτι εκατομμύρια ξένοι όλες εκείνες τις ώρες που ψηνόσουν, πόναγες, παραμίλαγες και δεν ήξερες αν θα τη βγάλεις, που πνιγόσουν από το φλέμα σου και είχες το πρόσωπο πρησμένο από την κακουχία και παραμορφωμένο από το τραύμα.
C.: Δεν θα μου άρεσε αυτό, αλήθεια.
G.: Ναι, και δεν θα το δείξουν έτσι. Θα σε δείξουν όμορφη, γιατί “έτσι πρέπει να είναι οι ήρωες”, με τα μαλλάκια σου ψεκασμένα ελαφρώς με ψεύτικο ιδρώτα -νερό, δηλαδή- και τα χειλάκια σου κατακόκκινα, λες και είχες φάει μούρα πριν ξαπλώσεις...
C.: Κατάλαβα.
G.: Και, βέβαια, θα χώσουν μια ωραιότατη, παθιασμένη ιστορία αγάπης με τραγικό τέλος.
A.: Ή και όχι.
C.: Δηλαδή;
A.: Όπως το βλέπω εγώ, θα βάλουν μια ιστορία αγάπης που θα τραβήξει τόσο, όσο να πούμε “αμάν” μόνο και μόνο για να γίνει αυτό που φαινόταν από την αρχή ότι θα γίνει...
G.: Ότι, δηλαδή, θα το πάρεις το κορίτσι.
A.: Το αγόρι, σιγά μην την δείξουν να παίρνει το κορίτσι.
C.: Τέλος πάντων, έχετε αρχίσει να μ' εκνευρίζετε. Σταματήστε να ασχολείστε μαζί μου!
G.: Και πού να δεις τη σειρά, Τσίρι...
C.: Πολύ αρνητικοί είστε και οι δύο. Πού το ξέρετε από τώρα ότι θα είναι τόσο χάλια η σειρά, ακόμη δεν βγήκε; Εξάλλου, έχει ξαναγίνει και δεν ήταν τόοοσο χάλια... Κι ας λένε κάποιοι. Τουλάχιστον, το κλίμα το είχε πιάσει.
G.: Ποιο κλίμα;
C.: Το κλίμα, Γκέραλτ. Το να αποδώσει κάποιος μια ιστορία είναι δύσκολο πράγμα.
G.: Πολλή παρέα με βάρδους κάνεις.
C.: Ποιος μιλάει. Έλεγα, λοιπόν, ότι είναι δύσκολο. Σύμμαχος σε αυτή την προσπάθεια είναι το κλίμα.
G.: Ε, στην καινούργια σειρά, να είσαι σίγουρη ότι το κλίμα θα είναι... ζεστό. Πολύ.
C.: Τι λες πάλι;
G.: Ε, να, άμα γίνονται τόσες εκρήξεις, δεν θα έχει ζέστη;
C.: Άννα, παρ' του τη βότκα, σε παρακαλώ. Δεν φτιάχνεις κανένα τσαγάκι;
G.: Όχι, σοβαρολογώ. Μιλάμε για... πώς το λένε; Αμερικάνικη;
A.: Ναι, αμερικάνικη.
G.: Μάλιστα, αμερικάνικη παραγωγή.
C.: Ε, και;
G.: Άμα δεν γίνουν πέντε-έξι εκρήξεις σε κάθε επεισόδιο, πώς.
C.: Τι εκρήξεις; Τους μάγους λες;
G.: Τους μάγους, τους Σκίουρους... γενικά: εκρήξεις. Θα είναι μια εκρηκτική σειρά, από όλες τις απόψεις. Θα δεις, ακόμα και τα καταπότια μου θα τα δείχνει να κάνουν μπαμ. Φουσκαλίτσες απ' το στόμα θα βγάζω, κάθε που θα τα πίνω.
C.: Νομίζω ότι υπερβάλλεις. Και ότι έχεις μεθύσει. Πρέπει να σου βρούμε μια ωραία σπηλιά με ένα ωραίο τέρας, γιατί μου φαίνεται ότι έχεις πάλι τα νεύρα σου. Αλλά όχι τώρα. Πρώτα να πιεις κανένα τσαγάκι.
G.: Εγώ υπερβάλλω;
C.: Κάνεις την πάπια για τα υπόλοιπα, ε;
G.: Που έλεγα, εγώ υπερβάλλω; Μιλάμε για αμερικάνικη παραγωγή. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ε, Άννα, βάλε λίγη βότκα ακόμα!
A.: Έφτασεεε!

Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Συζήτηση με τον μάγο Harry Blackstone Copperfield Dresden. Δύο. Χαμόγελο.







  • Εδώ είναι καλύτερα. Ένα απλό κιόσκι στο πάρκο. Είδες, όταν φτιάχνει ο καιρός;
  • Καλά είναι. Φυσάει λίγο.
  • Μη γίνεσαι γκρινιάρης. Τώρα, κάτι ξεκίνησες να μου λες στο τηλέφωνο, μέχρι που τα 'φτυσε η γραμμή.
  • Ναι, για το χαμόγελο στην καταπιεστική του μορφή. Για τη χρήση του σαν άμυνα.
  • Είμαι όλο αυτιά.
  • Σου έλεγα για 'κείνο το παιδάκι, τον Chris, δύο-δυόμιση ετών ήταν. Με άφησαν οι γονείς του μόνο μου, να το προσέχω. Εγώ ούτε που το ήξερα καλά-καλά το νήπιο, άλλες δυο φορές το 'χα δει, αλλά φρόντισαν να με ενημερώσουν για την αδιαφορία του να παίζει με παιχνίδια και την αγαπημένη του ενασχόληση, το να παίζει με τους μεγάλους. O.K., είπα, λογικά μέχρι εδώ. Αλλά δεν μου είπαν για το αγαπημένο του παιχνίδι με μεγάλους. Το έλεγε “aphi”...
  • Πώς το έλεγε; Άφι;
  • Ναι, μη με ρωτάς γιατί.
  • Ντανταϊστικά.
  • Ναι.
  • Και πώς παιζόταν αυτό το άφι;
  • Είχε ως εξής: εγώ ήμουν ο σάκος του μποξ και το μικρό αγγελούδι ο μποξέρ.
  • Α, γνωστότατο παιχνίδι.
  • Μόνο που ο μικρός παραήταν ενθουσιώδης και εφευρετικός.
  • Πόσο εφευρετικός, δηλαδή; Για πες...
  • Σε εξιτάρει, ε;
  • Χε χε... Μ' αρέσει να σε βλέπω να ματώνεις. Η αντοχή σου δείχνει υπερφυσική.
  • Θα σου απαντούσα, αλλά τελευταία έχω βάλει ως στόχο να μη βρίζω πολύ. Λοιπόν, ο μικρός έπαιζε σαν σκακιστής. Με παρατηρούσε καλά-καλά, από όλες τις μεριές, έπειτα έκανε λίγο πίσω, να, έτσι, σαν να υπολόγιζε.
  • Λίγο ανατριχιαστική συμπεριφορά, ως τώρα.
  • Θα έλεγες; Στη συνέχεια, διάλεγε το όπλο του. Δεν ήταν πάντα οι φαινομενικά αθώες μπουνίτσες του, όοοχι... Είχε εκεί δίπλα του έτοιμα διάφορα “παιχνίδια που δεν χρησιμοποιούσε ποτέ”, όπως υποστήριζαν οι ταλαίπωροι και πονηροί γονείς που τον φόρτωσαν σ' εμένα εκείνο το απόγευμα.
  • Τι παιχνίδια; Τανάλιες και πένσες;
  • Κοροϊδεύεις;
  • Όχι ρε παιδί μου, ρωτάω.
  • Παιχνίδια: μια πλαστική μπάλα, ένας τεράστιος πάνινος γάτος με τεράστια πλαστικά παπούτσια κολλημένα στις δύο πίσω πατούσες του -έπρεπε να είναι τεράστια, γιατί ήταν για παιδιά κάτω των τριών ετών, καταλαβαίνεις- ένα μπωλ χρωματιστές κιμωλίες που του άφησαν εκεί με την οδηγία σ' εμένα “μόνο με δική σου επίβλεψη”, και, τέλος, ένα ποδήλατο-αυτοκινητάκι. Αυτό ήταν το χειρότερο.
  • Γιατί; Τι έκανε, σε βάραγε με αυτό;
  • Με έβαζε να τον τραβολογάω γύρω-γύρω στην αυλή, γιατί δεν είχε καταλάβει τον λόγο ύπαρξης των πεταλιών, και άμα σταματούσα για μια ανάσα, τσίριζε σε σημείο που θα νόμιζε η γειτονιά ότι τον έδερνα.
  • Ωχ.
  • Ωχ”, δεν θα πει τίποτα. Ανάθεμα το αυτοκινητάκι, πιάστηκε η μέση μου να σκύβω να το τραβολογάω σε όλη την αυλή. Τουλάχιστον δεκαπέντε κιλά έσερνα. Με το αυτοκινητάκι με εκβίαζε κλαίγοντας, με τις κιμωλίες με μουτζούρωνε -ενίοτε τις πετούσε πάνω μου- και με τον γάτο με βάραγε -είχε εκείνα τα μεγάλα πλαστικά παπούτσια, όπως σου είπα. Α, είναι και η μπάλα, αλλά μ' αυτή με πέτυχε μόνο μία φορά, οι άλλες πέρασαν ξώφαλτσα. Ευτυχώς, είναι δύσκολο για ένα δίχρονο να σημαδεύσει με μπάλα. Τσούζει, η άτιμη. Κάθε φορά που με πετύχαινε με κάτι, φώναζε “άφι!”, λες και είχε σκοράρει.
  • Κακομοίρη Χάρρυ. Αλλά, πού κολλάει το χαμόγελο σε όλα αυτά; Ξεκίνησες την κουβέντα για να μου πεις για το χαμόγελο ως άμυνα.
  • Βεβαίως, θα φτάσω κι εκεί. Κάθε φορά, λοιπόν, που κουραζόμουν -γινόμουν ψυχολογικά και σωματικά ένα ράκος, για να μιλήσω με ακρίβεια- και πήγαινα να σταματήσω, ο μικρός έβαζε τα κλάματα. Αυτόματα, έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια να τον ησυχάσω: του χαμογελούσα πλατιά, χτύπαγα τα χέρια σαν μωρό, ό,τι μπορούσα για να του δείξω ότι περνάμε καλά και παίζουμε και είμαστε χαρούμενοι και...
  • Κατάλαβα, ηρέμησε.
  • Τι να ηρεμήσω; Το παιδί ήταν τέρας. Δεν μιλάμε για απλώς κακομαθημένο, θα έλεγα δαίμονας, αλλά ξέρω καλύτερα.
  • Καταλαβαίνω. Μία μικρή παρατήση, δεν λέμε “αλλά ξέρω καλύτερα” στα ελληνικά.
  • Άντε χέσου, βρήκες την ώρα για μάθημα γλώσσας! Συγγνώμη, “άντε αφόδευσε” ήθελα να πω.
  • Σωστά, ας μη βρίζουμε. Αλλά, συνέχισε. Για το καταπιεστικό χαμόγελο.
  • Κατάλαβα, τότε, ότι ο μικρός εκπαιδευόταν στη χειραγώγηση από τα γεννοφάσκια του. Δεν είχε βγάλει την πάνα ακόμα, αλλά ήξερε να απαιτεί από τους άλλους απόδειξη της υπεροχής του. Γιατί όταν χαμογελάς σαν ηλίθιος χωρίς λόγο, για να σε συμπαθήσουν ή απλά για να μην μπλέκεις, μπαίνεις αυτόματα σε κατώτερη θέση.
  • Ουάου.
  • Αχά. Απλώς σκέψου την κατάσταση αντικαθιστώντας το δίχρονο παιδί με έναν κουστουμαρισμένο πενηντάρη, και το “άφι” με... δεν ξέρω, τι κάνουν οι “επιτυχημένοι” ενήλικες;
  • Βαράνε τους άλλους με παπουτσωμένους γάτους.
  • Χμ.
  • Κόβουν μισθούς, απολύουν, σε κόβουν στις εξετάσεις του πανεπιστημίου, με λίγα λόγια, παρεμποδίζουν τις υποθέσεις σου και καταπατούν τα δικαιώματά σου, γιατί απλά μπορούν.
  • Ακριβώς. Και άμα τους χαμογελάς δουλικά, το μόνο που καταφέρνεις είναι να τους επιτρέπεις να συνεχίσουν. Αλλά υπάρχει και το χαμόγελο της ανωτερότητας.
  • Τώρα με μπέρδεψες.
  • Ε, σε κάποια φάση συνειδητοποιείς ότι ο μόνος τρόπος να επικοινωνείς με μωρά και με μωρούς, είναι να τους χαμογελάς.
  • Ρε Χάρρυ, είσαι φιλόσοφος.
  • Βρίσκεις;

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Πηγαδάκι με Elric και Ciri.






  • Επ! Έλρικ; Τι κάνεις εσύ εδώ;
  • Έπρεπε να έρθω, για να σου θυμίσω κάτι.
  • Τι να μου θυμίσεις;
  • Αυτό που σου είπα τις προάλλες. Για τον έναν εχθρό που έχουμε όλοι.
  • Α, τώρα ξέρω ποιος είναι!
  • Ποιος είναι;
  • Η ηλιθιότητα! Κατάρα στην ηλιθιότητα!
  • Δεν εννοούσα αυτό... Δεν έχεις καταλάβει τίποτα ακόμη.
  • Μα, τι λες;
  • Εγώ πάντως, συμφωνώ με την Άννα.
  • Τσίρι;
  • Μα, ναι. Μου τα 'πε ο Γκέραλτ. Σε κάνουν θηρίο κάτι άνθρωποι, έτσι;
  • Εμένα μου λες;
  • Ηρεμήστε και οι δύο, μα τον Άριοχ!
  • Ποιος είναι αυτός; Μ' αρέσει.
  • Σςς, ο Έλρικ του Μελνιμπονέ είναι, και μίλα καλύτερα.
  • Σταματήστε! Λοιπόν, Άννα. Μέχρι στιγμής δύο φίλοι σου που, αν μη τι άλλο, γνωρίζουν καλά από μεγάλα προβλήματα και δραστικές λύσεις, ο Γκέραλτ και ο Άντον, σου έχουν πει το ίδιο πράγμα: η βία δεν είναι λύση. Και είμαι σίγουρος ότι θα σ' το πουν κι άλλοι.
  • Όχι εγώ!
  • Εσύ, νεαρά, σιωπή.
  • Δεν θα μου πεις εμένα...
  • Σςς, Τσίρι, θα σου πει, θα σου πει.
  • Μα, ποιος είναι ο τυπάς και κατά πού πέφτει αυτό το Μελνιμπονέ;
  • Προσπερνώ την άγνοιά σου, γιατί ο χρόνος μου σε αυτόν τον κόσμο είναι περιορισμένος. Και στις δυο σας έχω να πω το εξής: ο εχθρός μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
  • Μα τι λες; Άννα, τι λέει αυτός;
  • Η Άννα δεν λέει τίποτα, από ό,τι βλέπω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί κατάλαβε τι εννοώ με αυτό. Εσύ είσαι πολύ μικρή ακόμα για να...
  • Άκου να σου πω, που θα με πεις μικρή, εμένα με κυνηγούσαν πάντα από δυο κόσμους φονιάδες!
  • Μόνο από δύο; Χα.
  • Δεν μου αρέσει να με περιφρονούν. Με κυνηγούσαν, όπως είπα, οι μισοί να με σκοτώσουν, οι άλλοι μισοί να με αιχμαλωτίσουν, να με χρησιμοποιήσουν για τους σκοπούς τους. Και τι έκανα;
  • Ξέρω τι έκανες. Βλέπω το σπαθί που κουβαλάς.
  • Δεν κάθισα ούτε λεπτό, αυτό έκανα! Δεν κάθισα να με φάνε. Εμένα ο εαυτός μου ήταν, τις περισσότερες φορές, ο μόνος που είχα. Αν δεν στεκόμουν στα πόδια μου...
  • Δεν χρειάζεται τόση προσπάθεια να δείξεις τη δύναμή σου. Εγώ έχω μια ερώτηση να σου κάνω, σ' αυτό το σημείο: πόσοι φίλοι σε βοήθησαν;
  • Πολλοί, δεν είπα το αντίθετο. Αλλά δεν θα μου πει κανείς ότι ο εαυτός μου είναι εχθρός.
  • Και ποιος σ' έφερε στη θέση να αμύνεσαι;
  • Οι άλλοι!
  • Κοίτα, Τσίρι, ο Έλρικ θέλει να πει...
  • Άσ' την. Αν καταλάβει κάποτε, θα καταλάβει. Η φωτιά καίει πολύ δυνατά μέσα της, την τυφλώνει. Το θέμα είναι ότι εσύ περπατάς πάνω στην κόψη, και πότε γέρνεις από τη μια πλευρά, πότε απ' την άλλη.
  • Και τι πρέπει να κάνω, Έλρικ; Να διαλέξω από πού θα πέσω;
  • Να μάθεις ισορροπία.
  • Α, αυτό μου θύμισε 'κείνο που λέει “το πεπρωμένο είναι ένα σπαθί με δύο κόψεις”.
  • Πρέπει να φύγω, τώρα. Έχω αρχίσει να κουράζομαι εδώ.
  • Έλρικ, σ' ευχαριστώ.
  • Κι εγώ φεύγω. Πάω να τα πω ένα χεράκι του Γκέραλτ.
  • Τι φταίει τώρα ο Γκέραλτ;
  • Που σου λέει τέτοιες μαλακίες, ότι η βία δεν είναι λύση!
  • Τσίρι...
  • Άσε με! Πάντως, ωραίος ο φίλος σου. Τον συμπάθησα, κι ας τσακωθήκαμε.
  • Αν ήξερες τι έχει κάνει στον κόσμο του, μπορεί να μην τον συμπαθούσες.
  • Μα, αυτός; Αυτός φαίνεται να βγήκε από ναό της Μελιτέλε. Τι; Τι γελάς έτσι; Τι είπα, που είναι τόοοσο αστείο; Πφφφ...

Συζήτηση με τον Φωτεινό μάγο Anton Gorodetsky. Δύο. Wax in, wax out.







  • Άντον, δεν είμαι καλά.
  • Το βλέπω, τρέμεις. Και, χμ, όχι μόνο αυτό.
  • Έχεις χρόνο, να σε πρήξω;
  • Πες μου, τι έχεις;
  • Από πού ν' αρχίσω...
  • Ξεκίνα, και θα έρθουν μόνα τους.
  • Καλά. Όλα ξεκίνησαν εκείνο το καταραμένο πρωινό του Απρίλη -είκοσι μία ο μήνας, παρακαλώ, νά 'ταν σύμπτωση;- που μου είπε το τραγικό «Δεν πιστεύω στην Εξέλιξη».
  • Αχάαα...
  • Κατάλαβες, ε; Να συνεχίσω;
  • Οπωσδήποτε. Έχεις αρχίσει να φτιάχνεις άσχημα πράγματα γύρω σου.
  • Τι;
  • Πάνω απ' το κεφάλι σου αιωρείται κάτι πολύ επικίνδυνο, Άννα. Πες τα, σε παρακαλώ, να ξεσπάσεις, για να μην με αναγκάσεις να επέμβω πάνω σου μέσα απ' το Λυκόφως.
  • Αν είναι έτσι... Λοιπόν, της λέω «Τι εννοείς; Δεν πιστεύεις στη Θεωρία της Εξέλιξης;» Θέλω πάντα να σιγουρεύομαι πριν βαρέσω άνθρωπο, καταλαβαίνεις.
  • Φυσικά.
  • Μου λέει, η αυτοκτονική, «Όχι, δεν πιστεύω στην Εξέλιξη, ούτε στους πρωτόγονους, ούτε στη Μεγάλη Έκρηξη και σε όλα αυτά τα παραμύθια». Τα παραμύθια, Άντον, ακούς;
  • Ακούω, ακούω. Πιο ήρεμα, όμως, αν θες... Μαυρίζει...
  • Ποιο μαυρίζει;
  • Αυτό, πάνω απ' το κεφάλι σου. Πάρε μια βαθιά ανάσα. Έτσι. Τώρα, συνέχισε.
  • Και τι μου λέει παρακάτω;
  • Μαντεύω.
  • Ναι, ακριβώς. Μου λέει «Πιστεύω στην Εδέμ» - στην Εδέμ, Άντον!- «στους πρωτόπλαστους και στον εξαποδώ».
  • Κι εσύ τι της είπες;
  • Τι να της πω; Υπήρχε κάτι να της πω μετά απ' αυτά; Καθόμουν στη μούγκα, άναβα το ένα άφιλτρο δίπλα στ' άλλο, κάνοντας ταυτόχρονα από μέσα μου γουόξ ιν, γουόξ άουτ, μπας και γλιτώσουμε το μοιραίο.
  • Μαύρισες και τα πνευμόνια σου, εκτός από την αύρα σου. Ε, ρε Άννα...
  • Όχι, δεν με κατάλαβες. Απλώς τα άναβα και τα έβαζα δίπλα-δίπλα στο τασάκι, για να μην έχει χώρο για το δικό της τσιγάρο. Έτσι, για να της τη σπάσω. Γελάς, ε;
  • Και, αυτό το κόλπο, βοήθησε;
  • Τι να βοηθήσει; Πήρε τη σιωπή μου για τάπωμα και συνέχισε, ενθαρρυμένη! Μου λέει, «Η μικρή μου είναι πάλι άρρωστη. Αμ, ξέρω εγώ, μας ψεκάζουν.»
  • Ωχ, αυτό πρέπει να σου χτύπησε καμπανάκι, ε;
  • Πιο πολύ από τα προηγούμενα; Αλλά, ναι. Χτύπησε. Της λέω, «Κι εμείς αρρωσταίναμε, τα ξέχασες; Εγώ όλο με ανεμοβλογιά ήμουν.» Και μου κάνει, «Και τα αεροπλάνα; Τι σου λένε τ' αεροπλάνα;» Ε, αυτό ήταν, Άντον.
  • Τι “σου είπαν” τ' αεροπλάνα;
  • Μου είπαν ότι την άφησα στο πεζοδρόμιο να αιμορραγεί από τη μύτη. Γιατί άνθρωπος είμαι κι εγώ, και η αντοχή μου στη βλακεία έχει όρια, και τέλος πάντων, κάτι φορές τα λόγια τελειώνουν.
  • Και μετά, τι έγινε;
  • Τι να γίνει; Προσπαθούσα ν' αποφασίσω αν θα τη βοηθούσα να σηκωθεί, ή θα την άφηνα εκεί χάμω, να αναλογιστεί τη δύναμη της βαρύτητας.
  • ...
  • Έκανα το δεύτερο. Σηκώθηκα κι έφυγα, της άφησα και το λογαριασμό για τους καφέδες -αυτό ήταν κακό, το ομολογώ- κι εκείνη να φωνάζει «Ντα ζε μπιάζω, μαλαγκιζμένη, ντα ντειζ». Μη γελάς, τα πράγματα είναι σοβαρά.
  • Έλα, μωρέ.
  • Τι “έλα μωρέ”;
  • Δίνεις πολλή σημασία...
  • Με δουλεύεις; Και, για νά 'χουμε καλό ρώτημα, εσύ, πώς τα καταφέρνεις; Πώς ζεις;
  • Όπως όλοι.
  • Δηλαδή;
  • Γουόξ ιν, γουόξ άουτ.
  • Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο, ε;
  • Σαν τι να κάνουμε; Ν' αρχίσουμε να βαράμε όσους-
  • Πάνε τον κόσμο πίσω; Ναι!
  • Τον πάνε, Άννα, αλλά και η βία το ίδιο.
  • Έχεις δίκιο, αλλά...
  • Δεν υπάρχει “αλλά”. Η βία θα ξαναγυρίσει τον Άνθρωπο στις σπηλιές. Και μόλις βγήκαμε. Η λύση είναι, καταρχήν, η παιδεία.
  • Ουφ... συμφωνώ. Έχεις δίκιο, Άντον.
  • Είσαι καλύτερα.
  • Ναι, το νιώθω. Αναπνέω καλύτερα. Έφυγε και το μαύρο πράγμα που σε ανησύχησε πριν, ε;
  • Έφυγε.
  • Αλλά, για πες μου: η παιδεία δεν αρκεί, έτσι;
  • ...
  • Από τον τρόπο που κουνάς το κεφάλι σου, καταλαβαίνω ότι συμφωνούμε. Στα κλειστά μυαλά, η παιδεία δεν λειτουργεί. Και τι μένει; Άντον; Έλα, μην κάνεις έτσι. Πω πω... Πώς κρέμασε έτσι το ύφος σου; Εσύ είσαι έτοιμος να κλάψεις! Άντον, σε παρακαλώ. Γαμώτο, εσένα τώρα ποιος θα σε φτιάξει;